- κατεξανίστασθαι
- κατεξανίσταμαιrise up againstpres inf mp (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατεξανίσταμαι — (AM, Α και κατεξανιστῶ, άω) εξεγείρομαι, αγωνίζομαι εναντίον κάποιου («παντὸς δεινοῡ κατεξανίστασθαι», Διόδ.) αρχ. 1. προφυλάγομαι από κάποιον («διὸ κατεξαναστῆναι τοῡ μέλλοντος», Πολ.) 2. υπομένω γενναία («τῶν δὲ Ῥοδίων κατεξανισταμένων τοῡ… … Dictionary of Greek